- φρενομόρως
- φρενο-μόρως, νοσεῖν, am Geiste krank, wahnsinnig sein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρενομόρως — distracted indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρενομόρως — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) φρ. «νοσοῡντα φρενομόρως»· [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + μόρως (< μορος < μόρος «μερίδιο, πεπρωμένο, μοίρα»), πρβλ. ὑπερ μόρως] … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek